μπέρι-μπέρι — (Ιατρ.). Νόσος που προκαλείται από έλλειψη της βιταμίνης Β1 και εκδηλώνεται με διαταραχές του νευρικού συστήματος (πολυνευρίτιδα), του πεπτικού (ανορεξία και δυσκοιλιότητα) και του καρδιοαναπνευστικού (κυκλοφορική ανεπάρκεια). Προέρχεται από τη… … Dictionary of Greek
πυροφωσφορικός — ή, ό, Ν φρ. α) «πυροφωσφορική θειαμίνη» (βιοχ.) παλαιότερη ονομασία τής καρβοξυλάσης β) «πυροφωσφορικό οξύ» χημ. ονομασία ενός οξέος τού φωσφόρου που προκύπτει από τη συμπύκνωση δύο μορίων φωσφορικού οξέος με ταυτόχρονη αποβολή ενός μορίου νερού… … Dictionary of Greek
συγκαρβοξυλάση — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) άλλη ονομασία τής κοκαρβοξυλάσης, που είναι γνωστή επίσης ως πυροφωσφορική θειαμίνη και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική για τη θεραπεία νόσων τής θρέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cocarboxylase < … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
καρβοξυλάσες — Ομάδα ενζύμων της κατηγορίας των λυασών, που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητά τους να αφαιρούν διοξείδιο του άνθρακα (αποκαρβοξυλίωση) από τα κετονοξέα (κετοκαρβοξυλάση) και από τα αμινοξέα (αμινοκαρβοξυλάση). Στην πρώτη περίπτωση, ως συνένζυμο… … Dictionary of Greek
λειχήνες — Βιολογική κοινοβιακή ένωση μεταξύ δύο μικροσκοπικών οργανισμών, ενός μύκητα και ενός φύκους ή ενός κυανοβακτηρίου, που συμβιούν κατά τρόπο αμοιβαία ωφέλιμο και αποτελούν μια δισυπόστατη αλλά αδιαίρετη βιολογική μονάδα. Οι μύκητες, που κυρίως… … Dictionary of Greek